αφιδρύομαι

αφιδρύομαι
ἀφιδρύομαι (Α) [ιδρύομαι]
1. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο
2. κατασκευάζω, ανεγείρω αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο πρότυπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αφίδρυμα — ἀφίδρυμα, το (Α) [αφιδρύομαι]. 1. αφιέρωμα, εικόνα ή άγαλμα θεού 2. ιερό, τέμενος 3. αντίγραφο ιερού αγάλματος ή πανομοιότυπο ναού …   Dictionary of Greek

  • αφίδρυσις — ἀφίδρυσις, η (Α) [αφιδρύομαι] το να στηθεί άγαλμα ή ανδριάντας σε κάποιο σημείο …   Dictionary of Greek

  • συναφιδρύομαι — Α καθιερώνομαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («καὶ... ὁ Ἀλφεὺς τῇ Ἀρτέμιδι συναφίδρυται», Σχόλ. Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφιδρύομαι «αφιερώνω αγάλματα, καθιερώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”